δρόμος
Grekiska
redigeraSubstantiv
redigeraδρόμος m
Klassisk grekiska
redigeraSubstantiv
redigeraδρόμος (drómos) m
- Sammansättningar: ῐ̔ππόδρομος (hippódromos), ἁρματοδρομία (harmatodromía), παλίνδρομος (palíndromos)
δρόμος m
δρόμος (drómos) m