αδαμιαία περιβολή
Grekiska
redigeraSubstantiv
redigeraαδαμιαία περιβολή (adamiaía perivolí) f
- (idiomatiskt, skämtsamt) adamsdräkt
- Εμφανίστηκε με αδαμιαία περιβολή.
- Emfanístike me adamiaía perivolí.
- Han dök upp i sin adamsdräkt.
- Emfanístike me adamiaía perivolí.
- Εμφανίστηκε με αδαμιαία περιβολή.