αδαμιαία περιβολή

Grekiska

redigera

Substantiv

redigera

αδαμιαία περιβολή (adamiaía perivolí) f

  1. (idiomatiskt, skämtsamt) adamsdräkt
    Εμφανίστηκε με αδαμιαία περιβολή.
    Emfanístike me adamiaía perivolí.
    Han dök upp i sin adamsdräkt.